ακατήχητος

ακατήχητος
-η, -ο (Α ἀκατήχητος, -ον) [κατηχῶ]
αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές τής χριστιανικής πίστης
νεοελλ.
αδασκάλευτος, ακατατόπιστος
αρχ.
κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακατήχητος — η, ο αυτός που δεν κατηχήθηκε, δε μυήθηκε σε κάτι (θρησκεία, μυστικό σχέδιο): Ήταν ακόμη ακατήχητος στις πολιτικές μανούβρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατηχήτων — ἀκατήχητος not encompassed by sound masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατήχητοι — ἀκατήχητος not encompassed by sound masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”