- ακατήχητος
- -η, -ο (Α ἀκατήχητος, -ον) [κατηχῶ]αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές τής χριστιανικής πίστηςνεοελλ.αδασκάλευτος, ακατατόπιστοςαρχ.κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος».
Dictionary of Greek. 2013.